- πλύνω
- ΝΜΑ, πλένω Νκαθαρίζω κάτι μέσα σε νερό ή ρίχνοντας πάνω του νερό (α. «πλένω την αυλή» β. «ἔπλυναν τὰς στολὰς αὐτῶν καὶ ἐλεύκαναν αὐτάς», ΚΔ)νεοελλ.1. πλένω τα χέρια, το πρόσωπό μου, νίβω2. (σχετικά με ρούχα) κάνω μπουγάδα, κάνω πλύσηαρχ.1. απαλλάσσω από αμαρτία, καθαίρω («πλῡνόν με ἀπὸ τῆς ἀνομίας μου», ΠΔ)2. μτφ. επιτιμώ, κατηγορώ σφοδρά3. φρ. α) «τὸ πρᾱγμα πέπλυται» — λέγεται για i) πράγμα φθαρμένο, τριμμένοii) πράγμα πεπαλαιωμένοβ) «τὸ πετατημένον καὶ πεπλυμένον» — το κοινότοπο, το τετριμμένο.[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. πλῡ-ν-ω (< *πλύ-ν-jω) ανάγεται στη μηδενισμένη βαθμίδα *plu- τής ΙΕ ρίζας *pleu- «ρέω» τού ρ. πλέω*, με έρρινο ένθημα (πρβλ. αρμ. lua-na-m «πλένω») και ενεστ. επίθημα -jω (πρβλ. πλῑνω, κρῑ-νω). Η μηδενισμένη βαθμίδα τής ρίζας εμφανίζεται και στον μέσο παρακμ. pupluve τού αρχ. ινδ. ρ. plavate «επιπλέω, κολυμπώ». Στο ρ. πλύνω η σημ. τής ρίζας «βρίσκομαι στο νερό, επιπλέω» εξελίχθηκε στη σημ. «καθαρίζω κάτι μέσα σε νερό» (για τις σημασιολογικές εξελίξεις τής ρίζας *pleu- βλ. και λ. πλέω, πλούτος, πύελος). Ο νεοελλ. τ. πλένω, τέλος, έχει σχηματιστεί από τον αόρ. ἔπλυνα κατά το σχήμα έμεινα: μένω.ΠΑΡ. πλύμα, πλυνός, πλυντήριος, πλυντρίς (-ίδα), πλύσιςαρχ.πλύνος, πλυντήρ, πλύντης, πλυντικός, πλύντρια, πλύντρον, πλυσμός, πλύτρααρχ.-μσν.πλυτόςνεοελλ.πλύστρα.ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) αποπλύνωαρχ.αμφιπλύνω, διαπλύνω, εκπλύνω, καταπλύνω, περιπλύνω, προπλύνω, υποπλύνωνεοελλ.κακοπλένω, καλοπλένω, ξαναπλένω, ξενοπλένω, ξεπλένω].
Dictionary of Greek. 2013.